- σίλλος
- ὁ, ΜΑσκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ.β. «σίλλοιἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.)αρχ.αλλήθωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, πιθ. < *σιλός, με εκφραστικό διπλασιασμό -λλ- (πρβλ. λατ. sīlus, δάνεια λ. από την Ελληνική). Μέσω τού υποθετικού τ. *σιλός, η λ. σίλλος συνδέεται με τα Σιλ-ηνός, σίλ-ουρος, σιλη-πορδῶ. Το σī- τού τ. φαίνεται να απαντά και στους τ. σῑ-μός, σῑ-κχός. Η λ., τέλος, με σημ. «αλλήθωρος», αν και θεωρήθηκε αμφίβολη και διατυπώθηκε η άποψη ότι πρέπει να διορθωθεί σε ιλλός*, επιβεβαιώνει τη σημ. τού χλευασμού, που είναι βασική για τη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.